συνοικοδεσπότης

συνοικοδεσπότης
ὁ, Α
αστρολ. (για πλανήτη) αυτός που είναι κάτοχος τού οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + οἰκοδεσπότης «ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνοικοδεσπότης — joint lord of the house masc nom sg συνοικοδεσποτέω joint lord of the house imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικοδεσπότου — συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικοδεσπότας — συνοικοδεσπότᾱς , συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc acc pl συνοικοδεσπότᾱς , συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …   Dictionary of Greek

  • συνοικοδεσποτία — ἡ, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή τού ίδιου οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου …   Dictionary of Greek

  • συνοικοδεσποτώ — έω, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) είμαι κάτοχος οίκου, θέσης τού ζωδιακού κύκλου, μαζί με άλλον πλανήτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”