συνοικοδεσπότης — joint lord of the house masc nom sg συνοικοδεσποτέω joint lord of the house imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικοδεσπότου — συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικοδεσπότας — συνοικοδεσπότᾱς , συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc acc pl συνοικοδεσπότᾱς , συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek
συνοικοδεσποτία — ἡ, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή τού ίδιου οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου … Dictionary of Greek
συνοικοδεσποτώ — έω, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) είμαι κάτοχος οίκου, θέσης τού ζωδιακού κύκλου, μαζί με άλλον πλανήτη … Dictionary of Greek